ιπεκακουάνα

ιπεκακουάνα
και ιπέκα, η
μικρός θάμνος τής οικογένειας ρουβιίδες που αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση στα τροπικά δάση τής Βραζιλίας και καλλιεργείται στις τροπικές περιοχές τών δύο ημισφαιρίων
η ρίζα του περιέχει πολλά αλκαλοειδή και έχει εμετικές ιδιότητες, χρησιμοποιείται δε σε μικρές δόσεις ως αποχρεμπτικό και σε μεγαλύτερες ως εμετικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ipecacuanha (< ipekaaguene τής ιθαγενούς γλώσσας τής Νότιας Αμερικής Τούπι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμετίνη — Αλκαλοειδές του τύπου C29H40O4N2, που λαμβάνεται από τις ρίζες ιπεκακουάνα. Σχηματίζει μια άσπρη, άμορφη σκόνη, που έχει σημείο τήξης 74°C, είναι λίγο διαλυτή στο νερό και ευδιάλυτη στην αλκοόλη, στον αιθέρα ή στο χλωροφόρμιο. Η ε.… …   Dictionary of Greek

  • ουραγωγός — (οοραγωγός η ιπεκακουάνα). Φυτό της οικογένειας των ρουβιιδών (δικοτυλήδονα), ριζωματώδες, ημιαναρριχώμενο, αυτοφυές στα δάση της Βραζιλίας. Τα αντίθετα αειθαλή φύλλα του είναι λεία, γυαλιστερά στην άνω επιφάνεια και ελαφρά χνουδωτά στην κάτω. Τα …   Dictionary of Greek

  • φαρμακολογία — Επιστήμη που μελετά τις ουσίες που έχουν την ικανότητα να προκαλούν λειτουργικές μεταβολές στα κύτταρα και στους οργανισμούς. Η φ. δεν περιορίζεται στη μελέτη των θεραπευτικών ουσιών, αλλά επεκτείνει το ενδιαφέρον της και στα δηλητήρια και στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”