- ιπεκακουάνα
- και ιπέκα, ημικρός θάμνος τής οικογένειας ρουβιίδες που αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση στα τροπικά δάση τής Βραζιλίας και καλλιεργείται στις τροπικές περιοχές τών δύο ημισφαιρίωνη ρίζα του περιέχει πολλά αλκαλοειδή και έχει εμετικές ιδιότητες, χρησιμοποιείται δε σε μικρές δόσεις ως αποχρεμπτικό και σε μεγαλύτερες ως εμετικό.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ipecacuanha (< ipekaaguene τής ιθαγενούς γλώσσας τής Νότιας Αμερικής Τούπι].
Dictionary of Greek. 2013.